- εδωδιμοπώλης
- οο ιδιοκτήτης ή υπάλληλος εδωδιμοπωλείου (βλ. λ.), παντοπώλης, μπακάλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εδωδιμοπώλης — ο παντοπώλης, μπακάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Παν. Ι. Χαλικιόπουλο] … Dictionary of Greek
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek